Ενδομητρίωση και εξωσωματική γονιμοποίηση
H ενδομητρίωση αποτελεί μία συχνή αλλά αινιγματική παθολογική οντότητα, η οποία αφορά το 3-43% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και συναντάται σε 6-10% από τις γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF/ICSI).
Ενώ η επίπτωση της ελαχίστης ή ελαφράς ενδομητρίωσης (Στάδιο Ι-ΙΙ) στην υπογονιμότητα είναι ασαφής, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση ενδομητρίωσης σε αυτά τα στάδια δε συνοδεύεται από αύξηση του ποσοστού κύησης και ζώντων τελειόμηνων τοκετών μετά IVF/ICSI και κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να συστήνεται συστηματικά πριν την εξωσωματική γονιμοποίηση.
Όσον αφορά την επίπτωση των κύστεων ενδομητρίωσης (Στάδιο III-IV) στο αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η πλέον πρόσφατη μετα-ανάλυση (Chun Yang et al., RBM Online, 2015) έδειξε ότι η ύπαρξή τους συνοδεύεται από μικρότερο αριθμό ληφθέντων ωαρίων, μικρότερο αριθμό ωαρίων μετάφασης ΙΙ και, επίσης, μικρότερο αριθμό σχηματισθέντων εμβρύων. Εν τούτοις, το ποσοστό κλινικής εγκυμοσύνης και ζώντων τελειόμηνων τοκετών ήταν παρόμοιο. Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να ληφθεί υπ΄όψιν η επίπτωση της χειρουργικής επέμβασης στις ωοθηκικές εφεδρείες, όπως και η πιθανότητα μία κύστη ενδομητρίωσης κατά τη διάρκεια της λήψης να ραγεί με αποτέλεσμα γενικευμένη φλεγμονή.
Η παρουσία εν τω βάθει ενδομητρίωσης και η λαπαροσκοπική αντιμετώπισή της έδειξε ασαφή αποτελέσματα στην επίτευξη κύησης μετά IVF/ICSI, τα δε συμπεράσματα της βιβλιογραφίας είναι αντικρουόμενα. Βεβαίως, η αντιμετώπιση του χρόνιου πυελικού πόνου στη περίπτωση αυτή αποτελεί την κύρια ένδειξη λαπαροσκοπικής χειρουργικής.
Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε IVF/ICSI πρέπει να εξατομικεύεται λαμβάνοντας υπ΄όψιν και άλλες συνοδές αιτίες υπογονιμότητας, την ηλικία της ασθενούς, τις ωοθηκικές της εφεδρείες και τις δικές της επιλογές, ενώ η αναγκαιότητα σωστά σχεδιασμένων προοπτικών μελετών είναι προφανής.