/

2 min/

Blog/

Από Ιουλία Μπόσδου

Γράφει η  Ιουλία Μπόσδου, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης, FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

 

Υπογονιμότητα ορίζεται, ως η αδυναμία σύλληψης μετά από ένα χρόνο συχνών επαφών χωρίς προφύλαξη. Η υπογονιμότητα απασχολεί περισσότερα από 34 εκατομμύρια ζευγάρια παγκοσμίως, ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας  θεωρείται πλέον ασθένεια. Μετά τους πρώτους 12 μήνες ελεύθερων επαφών, περίπου το 84% των ζευγαριών θα έχει πετύχει εγκυμοσύνη. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι σκόπιμο το υπογόνιμο ζευγάρι να υποβληθεί σε διερεύνηση, που περιλαμβάνει εκτός από το ιστορικό και την φυσική εξέταση, ανάλυση σπέρματος, έλεγχο διαβατότητας σαλπίγγων, έλεγχο ανατομίας μήτρας και επιβεβαίωση ωορρηξίας. Σε ένα ποσοστό 70-75% θα διαγνωστεί κάποια μορφή παθολογίας του ανδρικού ή του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, που συμβάλλει στην υπογονιμότητα. Στο υπόλοιπο 25-30% των ζευγαριών με φυσιολογική ωοθηκική λειτουργία, φυσιολογική ανατομία σαλπίγγων, μήτρας και τραχήλου και φυσιολογικό σπερμοδιάγραμμα, τίθεται η διάγνωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας.

Είναι προφανές, ότι ο ορισμός της ανεξήγητης υπογονιμότητας είναι δυναμικός και εξαρτάται από τις διαθέσιμες εδραιωμένες διαγνωστικές μεθόδους. Λόγω απουσίας συγκεκριμένης αιτίας υπογονιμότητας, η προσέγγιση του ζευγαριού εστιάζεται λιγότερο στη θεραπεία που ούτως ή άλλως δεν είναι αιτιολογική και περισσότερο στην πρόγνωση, στην εκτίμηση της πιθανότητας δηλαδή να πετύχει το ζευγάρι εγκυμοσύνη με ή χωρίς παρέμβαση σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τα μοντέλα πρόγνωσης έχουν δημιουργηθεί με κύριο σκοπό την ενημέρωση του ζευγαριού για τις πιθανότητες σύλληψης και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την επιλογή ή μη θεραπευτικής προσέγγισης καθώς και το χρόνο έναρξης της τελευταίας. Τα προγνωστικά αυτά μοντέλα ενσωματώνουν χαρακτηριστικά του υπογόνιμου ζευγαριού για να υπολογίσουν τις πιθανότητες φυσιολογικής σύλληψης σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, όπως είναι το μοντέλο Hunault ή να συγκρίνουν την πιθανότητα σύλληψης ανάμεσα σε διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις όπως είναι το μοντέλο McLernon.

Η αδυναμία εντοπισμού αιτίων υπογονιμότητας στα ζευγάρια με ανεξήγητη υπογονιμότητα καθιστά την επιλογή θεραπείας εμπειρική. Συνήθως, εφαρμόζονται οι μέθοδοι Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα αίτια υπογονιμότητας, που στην περίπτωση αυτή, βέβαια, απουσιάζουν. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να επιτρέπουν την ασφαλή σύγκριση μεταξύ των διαφόρων μεθόδων, οι οποίες  περιλαμβάνουν:

  1. Αναμονή αυτόματης σύλληψης με ή χωρίς χρονισμένες επαφές
  2. Χορήγηση κιτρικής κλομιφαίνης ή λετροζόλης
  3. Επαύξηση ωοθυλακιορρηξίας με γοναδοτροπίνες
  4. Ενδομήτρια σπερματέγχυση με ή χωρίς διέγερση ωοθηκών με γοναδοτροπίνες
  5. Εξωσωματική γονιμοποίηση (κλασική γονιμοποίηση ή μικρογονιμοποίηση)

Σε ζευγάρια με ανεξήγητη υπογονιμότητα, στα οποία οι γυναίκες υποβάλλονται σε πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας, η κιτρική κλομιφαίνη δε φαίνεται να υπερτερεί σε σύγκριση με τη λετροζόλη όσον αφορά την πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού. Η ενδομήτρια σπερματέγχυση με ή χωρίς διέγερση των ωοθηκών έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως σε περιπτώσεις ανεξήγητης υπογονιμότητας, πριν την εξωσωματική γονιμοποίηση. Η διέγερση ωοθηκών σε ζευγάρια με ανεξήγητη υπογονιμότητα που υποβάλλονται σε ενδομήτρια σπερματέγχυση αυξάνει την πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού και καταλήγει σε υψηλότερη πιθανότητα εγκυμοσύνης σε σύγκριση με  την αναμονή φυσιολογικής σύλληψης. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, όσον αφορά τη σύγκριση ανάμεσα σε ενδομήτρια σπερματέγχυση με ή χωρίς διέγερση ωοθηκών και την εξωσωματική γονιμοποίηση αναφορικώς με  την πιθανότητα γέννησης ζώντος νεογνού. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι για την απόφαση ανάμεσα σε εξωσωματική γονιμοποίηση και ενδομήτρια σπερματέγχυση, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν η ηλικία της γυναίκας, το ωοθηκικό δυναμικό της  και η αναμενόμενη πιθανότητα εγκυμοσύνης.

 

 

Ζητήστε πληροφορίες