/

2 min/

Blog/

Από Νόνικα Ταρλατζή

Νόνικα Ταρλατζή, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Αναπληρώτρια Επιστημονικά Υπεύθυνη FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Οι γυναίκες έχουν το μέγιστο αριθμό ωαρίων τους όταν είναι ακόμα σε εμβρυική ηλικία και από τότε αυτά συνεχώς μειώνονται. Η μείωση του αριθμού αλλά και της ποιότητας των ωαρίων είναι πιο σημαντική από την ηλικία των 35 και μετά, γεγονός που δικαιολογεί τη μείωση των πιθανοτήτων ακόμα και φυσικής σύλληψης, αλλά και αποβολών.

Συγχρόνως μία πραγματικότητα της εποχής μας είναι η αναβολή τεκνοποίησης. Για αυτό ευθύνεται η επιθυμία των νέων να σπουδάσουν, να κάνουν μετεκπαίδευση και να επενδύσουν στην καριέρα τους αλλά βεβαίως και οι οικονομικές δυσκολίες και προκλήσεις της σημερινής εποχής, σε συνδυασμό με την ευρεία διάδοση της αντισύλληψης. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε υπογεννητικότητα και αύξηση της υπογονιμότητας, καθώς ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες γονιμότητας είναι η αναπαραγωγική ηλικία.

Ακόμα και στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, η ηλικία της γυναίκας παίζει πολύ σημαντικό ρόλο καθώς όσο προχωράει, μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχίας λόγω του ότι είναι πιο συχνό τα ωάρια και τα έμβρυα που προκύπτουν να έχουν χρωματοσωμικές ανωμαλίες. Κατά συνέπεια χρειάζεται μεγαλύτερος αριθμός ωαρίων για να αυξάνονται οι πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης και γέννησης.

Οι χρωματοσωμικές ανωμαλίες των εμβρύων μπορούν να ελεγχθούν με την τεχνική του προεμφυτευτικού γενετικού ελέγχου, ώστε να αποφευχθεί η μεταφορά τους. Σε γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας αυτό έχει μεγάλη σημασία καθώς έτσι μειώνεται ο κίνδυνος αποβολής ή κύησης με χρωματοσωμική ανωμαλία και αυξάνεται η πιθανότητα εγκυμοσύνης ανά εμβρυομεταφορά, καθώς μεταφέρονται μόνο ευπλοειδικά έμβρυα.

Σε περιπτώσεις γυναικών με πολύ μειωμένο ωοθηκικό δυναμικό, πολλαπλές αποτυχίες εμφύτευσης ή γυναίκες πολύ προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας, η χρήση ωαρίων δότριας αυξάνει κατά πολύ τις πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης και γέννησης.

Όσο όμως αυξάνει η ηλικία της γυναίκας, αυξάνονται και οι πιθανότητες εμφάνισης κάποιας μαιευτικής επιπλοκής, όπως υπερτασική νόσο της κύησης/προεκλαμψία, σακχαρώδης διαβήτης της κύησης, χαμηλό βάρος νεογνού ή ακόμα και εμβρυική και μητρική θνησιμότητα.

Για το λόγο αυτό, πρέπει να γίνεται πλήρης ενημέρωση των υπογόνιμων ζευγαριών για όλα τα παραπάνω, καθώς και καλός έλεγχος για συννοσηρότητες και παράγοντες κινδύνου πριν την προσπάθεια επίτευξης εγκυμοσύνης.

 

Ζητήστε πληροφορίες

/

2 min/

Blog/

Από Κάλλη Καραστεφάνου

Γράφει η: Κάλλη Καραστεφάνου, Γυναικολόγος – Μαιευτήρας, Επιστημονικός Συνεργάτης, FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Τι είναι τα χλαμύδια;

Η λοίμωξη από χλαμύδια είναι ίσως η πιο συχνή από τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες νόσους. Προκαλείται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis και επηρεάζει κυρίως νεαρά άτομα.

Πώς μεταδίδονται τα χλαμύδια;

Μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή (κολπική, στοματική, πρωκτική). Η χρήση προφυλακτικού εμποδίζει τη μετάδοση. Η μητέρα μπορεί να μεταδώσει στο νεογνό τα χλαμύδια κατά τη διάρκεια του κολπικού τοκετού και αυτό μπορεί να νοσήσει από επιπεφυκίτιδα και άλλες οφθαλμικές λοιμώξεις και σπανιότερα από πνευμονία. Αν όμως η μέλλουσα μητέρα λάβει πριν τον τοκετό αγωγή για τα χλαμύδια το νεογνό δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο.

Πώς εκδηλώνεται η νόσος;

Τα χλαμύδια χαρακτηρίζονται ως  “η σιωπηλή νόσος“ και αυτό γιατί πολλές φορές μένει αδιάγνωστη λόγω του υψηλού ποσοστού ασυμπτωματικών ασθενών  (70% των γυναικών και πάνω από 50% των ανδρών). Οι πιο συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις είναι στη γυναικά η τραχηλίτιδα ενώ στον άντρα η ουρηθρίτιδα. Τα συμπτώματα που εμφανίζονται στον άντρα μπορεί να είναι πόνος στην ουρήθρα, εκκρίσεις από την ουρήθρα, πόνος χαμηλά στην κοιλιά, στους όρχεις, αδυναμία, κόπωση. Στη γυναίκα εμφανίζεται πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή, πόνος χαμηλά στην κοιλιά, κολπική αιμορραγία, αυξημένες κολπικές εκκρίσεις, πυρετός, τάση προς εμετό. Σε περίπτωση μόλυνσης μετά από στοματικό έρωτα μπορεί να εμφανιστούν βήχας, πυρετός, πονόλαιμος. Τα συμπτώματα μπορεί να παραπέμψουν σε άλλες καταστάσεις με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η διάγνωση και η κατάλληλη θεραπεία.

Πώς γίνεται η διάγνωση και ποια είναι η θεραπεία;

Η διάγνωση γίνεται από τον κατάλληλο γιατρό με την κλινική και εργαστηριακή εξέταση με καλλιέργειες των εκκριμάτων με κυτταροκαλλιέργεια, άμεσο ανοσοφθορισμό, προσδιορισμό αντισωμάτων με ορολογικές μεθόδους και μοριακές μεθόδους. Η θεραπεία γίνεται με αντιβιοτικά, όπως η δοξυκυκλίνη και η αζιθρομυκίνη. Ένα ποσοστό 95% των ασθενών θεραπεύεται πλήρως μετά την πρώτη κιόλας θεραπευτική αγωγή δεν εξασφαλίζεται όμως ανοσία  γι’ αυτό συστήνεται η χρήση προφυλακτικού και οι τακτικοί έλεγχοι.

Τι μπορεί όμως να προκαλέσουν τα χλαμύδια στο αναπαραγωγικό σύστημα αν δεν θεραπευτούν και τι επίπτωση έχουν στη γονιμότητα ;

Όπως αναφέρθηκε πριν, τα χλαμύδια είναι “σιωπηλή νόσος’’  είτε υπάρχουν, είτε όχι συμπτώματα αν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές στον οργανισμό με βλάβες στην όραση και στο αναπαραγωγικό σύστημα με επακόλουθο την υπογονιμότητα και στους άνδρες και στις γυναίκες.

Η υπογονιμότητα στον άντρα:

η λοίμωξη από χλαμύδια εκτός από ουρηθρίτιδα μπορεί να είναι αιτία επιδιδυμίτιδας και προστατίτιδας. Στον άντρα τα χλαμύδια μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα και κινητικότητα του σπέρματος και παρ’ όλο που η θεραπευτική αγωγή αντιμετωπίζει πλήρως τη μόλυνση, καλό είναι αν συμβεί αυτό, να συμβουλευτεί έναν ειδικό αναπαραγωγής.

Η υπογονιμότητα στη γυναίκα:

η σύλληψη μετά από χλαμυδιακή λοίμωξη είναι δυνατή, αλλά με τον κίνδυνο προώρου τοκετού και γέννησης ελλιποβαρούς νεογνού. Τα χλαμύδια αν δεν θεραπευτούν μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (pid), ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, απόφραξη των σαλπίγγων η συμφύσεις σε αυτές με επακόλουθο την δυσκολία ή αδυναμία σύλληψης, την έκτοπη κύηση και την υπογονιμότητα.

Ποια είναι η θεραπεία της υπογονιμότητας που προκλήθηκε από χλαμύδια;

Η λοίμωξη από χλαμύδια δεν καθιστά αδύνατη τη σύλληψη ενός παιδιού. Πολλές φορές η βοήθεια που παρέχεται μέσω μιας θεραπείας γονιμότητας κάνει δυνατή την εκπλήρωση της επιθυμίας για δημιουργία οικογένειας. Η εξωσωματική γονιμοποίηση (ivf) είναι η ιδανική θεραπευτική προσέγγιση στις περιπτώσεις που τα χλαμύδια έχουν προκαλέσει πλήρη απόφραξη των σαλπίγγων ή έχουν επηρεάσει τόσο την ποιότητα του σπέρματος και προτιμάται η λήψη καλύτερης ποιότητας σπέρματος κατευθείαν με βιοψία όρχεως, γονιμοποίηση του ωαρίου και μεταφοράς στη μήτρα. Η σύλληψη λοιπόν και η γέννηση ενός υγιούς παιδιού μετά από τη διάγνωση και τη θεραπεία της λοίμωξης από χλαμύδια είναι δυνατή . Ας μην ξεχνάμε όμως, την πρόληψη με τη χρήση προφυλακτικού και τους τακτικούς ελέγχους.

Ζητήστε πληροφορίες

/

2 min/

Blog/

Από Νόνικα (Θεώνη) Ταρλατζή

Γράφει η Νόνικα (Θεώνη) Ταρλατζή, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Αναπληρώτρια Επιστημονικά Υπεύθυνη FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Η προγεστερόνη είναι μία στεροειδής ορμόνη που παράγεται στο δεύτερο μισό του εμμηνορυσιακού κύκλου, κατά την ωχρινική φάση. Παράγεται από το ωχρό σωμάτιο μετά την ωορρηξία και προετοιμάζει το ενδομήτριο να γίνει δεκτικό για εμφύτευση και εάν αυτή επιτευχθεί, υποστηρίζει την κύηση μέχρι να αναλάβει ο πλακούντας γύρω στην 9η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Αν δεν επιτευχθεί εγκυμοσύνη, τα επίπεδα προγεστερόνης φθίνουν και ακολουθεί έμμηνος ρύση.

Στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, η παραγωγή των ενδογενών ορμονών καθώς και η ανάγκη σε εξωγενείς ορμόνες, εξαρτάται από τον τύπο του κύκλου, πχ κύκλος διέγερσης για εξωσωματική γονιμοποίηση, κύκλος ορμονικής υποκατάστασης ή φυσικός κύκλος. Ανάλογα με τον κύκλο και τον τρόπο προετοιμασίας του ενδομητρίου, ποικίλει και η ανάγκη σε χορήγηση εξωγενούς προγεστερόνης. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μέρα έναρξης της χορήγησης προγεστερόνης στον κάθε κύκλο καθώς το παράθυρο της εμφύτευσης είναι πολύ συγκεκριμένο και πρέπει να τηρείται.

Σε κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης όπου ακολουθούνται από εμβρυομεταφορά νωπών εμβρύων, η χορήγηση προγεστερόνης συστήνεται ως τη θετική χοριακή (ή την επιβεβαίωση της εξελισσόμενης κλινικής εγκυμοσύνης). Το ίδιο ισχύει και σε φυσικούς κύκλους (είτε για εξωσωματική γονιμοποίηση και εμβρυομεταφορά νωπών εμβρύων είτε για εμβρυομεταφορά κατεψυγμένων εμβρύων). Μολονότι υπάρχει ωχρό σωμάτιο που παράγει ενδογενή προγεστερόνη, προτείνεται η χορήγηση και εξωγενούς προγεστερόνης, καθώς υπάρχει περίπτωση η παραγωγή από το ωχρό σωμάτιο να μην επαρκεί. Αντίθετα, σε κύκλους ορμονικής υποκατάστασης για εμβρυομεταφορά κατεψυγμένων εμβρύων, επειδή δεν υπάρχει ωχρό σωμάτιο, η υποστήριξη της εγκυμοσύνης γίνεται εξ ολοκλήρου από τις εξωγενείς ορμόνες που χορηγούμε (οιστρογόνα και προγεστερόνη). Σε αυτή την περίπτωση, η χρήση τους συστήνεται μέχρι να αναλάβει ο πλακούντας και δεν πρέπει να διακόπτεται νωρίτερα.

Η χορήγηση της προγεστερόνης μπορεί να γίνει σε διάφορες μορφές, όπως κολπική (σε υπόθετα ή γέλη), από το στόμα ή υποδόρια. Η σύγκριση των διαφόρων αυτών οδών χορήγησης δεν έχει δείξει διαφορές ως προς την πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης ή στην εξέλιξη αυτής.

Ζητήστε πληροφορίες