/

10 min/

Blog/

Από Χρήστος‌ ‌Παππάς‌

Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία επίτευξης κλινικής κύησης μετά από ένα έτος, ή και περισσότερο, τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφυλάξεις. Το 2015 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την περιέγραψε ως ασθένεια.

Για τα αίτιά της είναι υπεύθυνες τόσο οι γυναίκες (30%) όσο και οι άντρες (30%), ενώ άλλοτε είναι μικτά (άνδρες – γυναίκες περίπου 20%) και άλλοτε ανεξήγητα, δηλαδή δεν έχει εντοπιστεί συγκεκριμένη αιτία σχεδόν στο 20% των περιπτώσεων.

Η ηλικία έχει πλέον αποδειχθεί ως ο πρωταρχικός προγνωστικός παράγοντας για την επιτυχία των θεραπειών υπογονιμότητας στις γυναίκες.

Μόλις η γυναίκα φτάσει τα 40, οι πιθανότητες να μείνει έγκυος φυσιολογικά μειώνονται, και ανέρχονται μόλις στο 5% ανά κύκλο.

Στις γυναίκες ηλικίας 40 έως 44 ετών, το ποσοστό υπογονιμότητας αγγίζει σχεδόν το 30 % σε σχέση με ποσοστό μόλις 15 % στις γυναίκες 30 έως 34 ετών και 7 % στις γυναίκες ηλικίας 20 έως 25 ετών.

Όταν γεννιέται μια γυναίκα, οι ωοθήκες της περιέχουν συγκεκριμένο αριθμό ωοκυττάρων, τα οποία θα είναι διαθέσιμα κατά την αναπαραγωγική της ηλικία.

Η υπογονιμότητα που σχετίζεται με την ηλικία οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του αριθμού των ωοκυττάρων που απομένουν διαθέσιμα στις ωοθήκες. Καθώς τα αποθέματα ωαρίων μειώνονται, φθίνει και η ποιότητά τους, εξαιτίας γενετικών ανωμαλιών που οδηγούν σε μη φυσιολογικά έμβρυα, τα οποία δεν μπορούν να εμφυτευτούν και να ακολουθήσουν μία υγιή πορεία κατά την κύηση.

Επιπλέον, δεν είναι απλώς δύσκολο να επιτευχθεί κύηση σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, αλλά και ο κίνδυνος αποβολής ή γέννησης παιδιού με χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι μεγαλύτερος. Στην ηλικία των 20 – 25 ετών, ο κίνδυνος αποβολής για μία γυναίκα είναι 10 %, στα 30 – 35 έτη ο κίνδυνος είναι 12 %, στα 40 – 44 είναι 35%, και μετά την ηλικία των 45 ετών ο κίνδυνος αποβολής είναι σχεδόν 55% σύμφωνα με την ASRM (Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής).

Ο αριθμός των γυναικών που είναι μεγαλύτερες των 40 ετών και έχουν δυσκολία να συλλάβουν φυσιολογικά, οπότε λαμβάνουν θεραπεία για την υπογονιμότητα, έχει υπερδεκαπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια.

Πριν τη θεραπεία θα πρέπει να γίνονται ενδελεχείς εξετάσεις από ειδικό. Το προσωπικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό είναι σημαντικό για την ανίχνευση τυχόν ατομικών ή οικογενειακών παθήσεων που μπορεί να σχετίζονται με την υπογονιμότητα. Ένας κολπικός υπέρηχος είναι επίσης σημαντικός για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ανατομικών παθολογιών, όπως ινομυώματα, πολύποδες, κύστεις των ωοθηκών κ.λπ. Επιπλέον, θα πρέπει να διερευνάται το ορμονολογικό προφίλ για την αξιολόγηση των FSH, LH και οιστραδιόλης, καθώς και της λειτουργίας του θυρεοειδούς.  Η Αντιμυλλέριος Ορμόνη (AMH) σε συνδυασμό με τον υπερηχογραφικό έλεγχο μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για τα αποθέματα των ωοθηκών.

Καθώς οι τύποι θεραπειών που έχουμε στη διάθεση μας είναι πολλοί και διάφοροι, θα πρέπει να γίνεται εξατομίκευση της θεραπείας σύμφωνα με το ιστορικό της κάθε γυναίκας και τα αίτια της υπογονιμότητας.

Η ενδομήτρια σπερματέγχυση είναι μία σχετικά ανώδυνη και μη επεμβατική διαδικασία, η οποία μπορεί να γίνει είτε με φυσικό κύκλο είτε με ορμονική διέγερση ωοθηκών.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο κοινή και αποτελεσματική θεραπεία για αυτή την ηλικιακή ομάδα.  Υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Κατά τη διαδικασία του φυσικού κύκλου, λαμβάνεται ένα μοναδικό ωάριο με αναρρόφηση από το ωοθυλάκιο, είτε με τοπικό αναισθητικό είτε με μέθη, γονιμοποιείται στο εργαστήριο και μεταφέρεται στην ενδομητρική κοιλότητα, συνήθως 3 με 5 ημέρες αργότερα. Τα έμβρυα που φτάνουν στην 5η ημέρα (βλαστοκύστη) έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφύτευσης.

Η ορμονική διέγερση ωοθηκών είναι πιο αποτελεσματική, καθώς λαμβάνεται μεγαλύτερος αριθμός ωοκυττάρων/ εμβρύων.  Τα πιο κοινά πρωτόκολλα είναι το μακρύ και το βραχύ με ανταγωνιστή και με μέσο όρο 9-10 ημέρες διέγερσης. Η εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης αυξάνει και πάλι τις πιθανότητες επιτυχίας.

Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση για ανευπλοειδίες (PGS) χρησιμοποιείται για την ανίχνευση χρωμοσωμικά ευπλοεϊδών εμβρύων. Εκτελείται βιοψία στα έμβρυα, συνήθως όταν βρίσκονται στο στάδιο της βλαστοκύστης, ώστε να χρησιμοποιηθούν μόνο τα ευπλοειδή (χρωμοσωμικά υγιή) έμβρυα. Η συγκεκριμένη μέθοδος αυξάνει το ποσοστό της επιτυχίας στις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας.

Η δωρεά ωοκυττάρων είναι μία πολύ αποτελεσματική μέθοδος σε γυναίκες με χαμηλή ποιότητα ωοκυττάρων, δυσλειτουργικές ωοθήκες ή κατ’επανάληψη αποτυχημένες εμφυτεύσεις.

Καθώς η γονιμότητα μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας, η συντήρηση ωοκυττάρων ή ωοθυλακικού ιστού προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο είναι μία αποτελεσματική μέθοδος για τις γυναίκες μεταξύ 30-35 ετών που δεν σκέφτονται την εγκυμοσύνη για ιατρικούς ή κοινωνικούς λόγους.

Ζητήστε πληροφορίες

/

2 min/

Blog/

Από Ανδρέας Σόρτσης

Γράφει ο Ανδρέας Σόρτσης, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης, FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης.

 

Το 10% των ζευγαριών στην αναπαραγωγική ηλικία παγκοσμίως αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας. Αλλαγές στο τρόπο ζωής του ζευγαριού μπορούν να βελτιώσουν τη γονιμότητα.

Μεταξύ των παραγόντων πού επηρεάζουν τον υγιή τρόπο ζωής (lifestyle) είναι το βάρος του σώματος, το κάπνισμα, η διατροφή, η άσκηση, το ψυχολογικό στρες, το αλκοόλ και η καφεΐνη.


Υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζει αρνητικά την γονιμότητα και ειδικά η υπερβολική κατανάλωση είναι πολύ επικίνδυνη για το έμβρυο. Το κάπνισμα  επίσης επηρεάζει  δυσμενώς τη γονιμότητα. Μελέτες έδειξαν ότι καπνίστριες χρειάζονται σχεδόν διπλάσιους κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης για την επίτευξη εγκυμοσύνης.

Τα οφέλη της σωματικής άσκησης στην επίτευξη της εγκυμοσύνης δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα.  Η άσκηση μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία των ωοθηκών και την πιθανότητα σύλληψης ενώ κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης  αναφέρεται ότι βελτιώνει την φυσική και ψυχική κατάσταση της μητέρας.

Το βάρος του σώματος  πρέπει να κυμαίνεται σε φυσιολογικές τιμές. Η παχυσαρκία οδηγεί σε ορμονικές διαταραχές μειώνοντας τις πιθανότητες για εγκυμοσύνη  ενώ στους άνδρες συνδέεται με μείωση της ποιότητας του σπέρματος.

Η διατροφή πρέπει να είναι πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και φυτικές ίνες.  Επιπλέον συνιστάται η λήψη πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων και φυλικού οξέος. Μια καλά ισορροπημένη διατροφή αυξάνει την πιθανότητα σύλληψης και μακροπρόθεσμα την υγεία του εμβρύου. Επίσης μελέτες έδειξαν ότι η υψηλή κατανάλωση καφεΐνης μπορεί να συνδέεται με καθυστέρηση επίτευξης  εγκυμοσύνης.

Η ηλικία επίσης παίζει σημαντικό ρόλο στην γονιμότητα. Γυναίκες μετά το 35ο έτος παρουσιάζουν  μείωση της γονιμότητας ενώ με την αύξηση της ηλικίας της γυναίκας αυξάνεται και η πιθανότητα για γενετικές ανωμαλίες και αυτόματες αποβολές.

Συνοψίζοντας θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι προσπάθειες μας θα πρέπει να επικεντρώνονται στην βελτίωση του τρόπου ζωής του ζευγαριού. Προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει η σωστή ενημέρωση και καθοδήγηση από εξειδικευμένο γιατρό υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες υγιούς  εγκυμοσύνης και να ελαχιστοποιηθούν  οι δαπανηρές επαναληπτικές προσπάθειες.

 

Ζητήστε πληροφορίες

/

2' διάρκεια/

Πριν/

Από Φώτιος Γκουτζιούλης

Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην γονιμότητα και στην κύηση

Η παχυσαρκία είναι ένα συχνό πρόβλημα των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας. Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), δείκτης μάζας σώματος  25 και πάνω (BMI = βάρος σε κιλά διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) χαρακτηρίζει ένα άτομο ως υπέρβαρο. ΒΜΙ 30 και πάνω ορίζει την παχυσαρκία, 35-40 αντιστοιχεί σε σοβαρού βαθμού παχυσαρκία, ενώ πάνω από 40 είναι ακραία μορφή. Ο ΠΟΥ αναφέρει ότι στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ μέχρι 60% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας είναι τουλάχιστον υπέρβαρες, 20% είναι παχύσαρκες και 6% μπορεί να έχουν σοβαρού βαθμού παχυσαρκία. 

Η υπογονιμότητα ορίζεται ως αποτυχία αυτόματης σύλληψης μετά από 12 μήνες επαφών χωρίς προφυλάξεις και είναι σήμερα ένα πρόβλημα με αυξανόμενη επίπτωση, καθώς μπορεί να επηρεάζει 1 στα 8 ζευγάρια. Γνωστές αιτίες είναι διαταραχές του σπέρματος, διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, προχωρημένη ηλικία της γυναίκας, ανατομκά προβλήματα όπως απόφραξη των σαλπίγγων και ενδομητρίωση, ενώ στο 10% των περιπτώσεων η υπογονιμότητα παραμένει ανεξήγητη. 

Υπάρχουν πολλές επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία:

  • Αντίσταση στην ινσουλίνη και διαβήτης
  • Υπερλιπιδαιμία και καρδιαγγειακή νόσος
  • Άπνοια του ύπνου και αναπνευστικά προβλήματα
  • Οστεοαρθρίτιδα

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η παχυσαρκία έχει επίσης αρνητική επίδραση στη γονιμότητα και στα δύο φύλα, και η επίδραση αυτή είναι πιο έντονη όσο υψηλότερο είναι το ΒΜΙ. Η παχυσαρκία έχει επίσης αρνητικές επιδράσεις στην πορεία και την έκβαση της εγκυμοσύνης.

Είναι γνωστό για δεκαετίες ότι οι παχύσαρκες γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες και υψηλότερα επίπεδα ανδρογόνων έχουν ακανόνιστες περιόδους και δυσκολίες στη σύλληψη λόγω έλλειψης ωορρηξίας.

Πολλές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι η παχυσαρκία συνδέεται με καθυστέρηση στη φυσική σύλληψη, μεγαλύτερη όσο υψηλότερο είναι το BMI.

Έχει επίσης τεκμηριωθεί ότι η αποτελεσματικότητα των θεραπειών γονιμότητας μειώνεται με τη βαρύτητα της παχυσαρκίας. Οι γυναίκες με αυξημένο δείκτη μάζας σώματος δεν απαντούν καλά στην πρόκληση ωορρηξίας με κιτρική κλομιφένη και χρειάζονται επίσης μεγαλύτερες δόσεις ενέσεων γοναδοτροφινών για τη διέγερση των ωοθηκών στην εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Πολλές μελέτες έχουν επίσης αποδείξει ότι τα ποσοστά επιτυχίας της IVF είναι χαμηλότερα, όσο υψηλότερο είναι το ΒΜΙ. 

Η παχυσαρκία επηρεάζει αρνητικά  την πορεία της εγκυμοσύνης, μετά από φυσική ή υποβοηθούμενη σύλληψη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η σοβαρού βαθμού παχυσαρκία συνδέεται με πρώιμες και επαναλαμβανόμενες αποβολές, με ασαφή μέχρι τώρα αιτιολογία. Οι παχύσαρκες έγκυες έχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη της κύησης, υπέρταση και προεκλαμψία. Οι καταστάσεις αυτές μπορούν να καταλήξουν σε περισσότερους πρόωρους τοκετούς, περισσότερες καισαρικές τομές και περισσότερες επιπλοκές και κινδύνους για τη μητέρα και το νεογνό. 

Φαίνεται ότι η παχυσαρκία είναι σοβαρή μεταβολική διαταραχή που επηρεάζει πολλά συστήματα του οργανισμού. Ο περίσσιος λιπώδης ιστός δρα ως ενδοκρινές όργανο που παράγει πολλές ορμονικές ουσίες όπως λεπτίνη, αδιπονεκτίνη, ρεσιστίνη, κυτοκίνες, που επηρεάζουν το μεταβολισμό, διάφορες νευροενδοκρινικές λειτουργίες, ενώ επίσης προάγουν και διατηρούν μια κατάσταση χρόνιας φλεγμονής. 

Ο πιο γνωστός μηχανισμός είναι ότι η παχυσαρκία προάγει την αντίσταση στην ινσουλίνη, αυξάνει τα επίπεδα της ινσουλίνης και των ανδρογόνων και προκαλεί διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, ειδικά σε γυναίκες με σημαντική κοιλιακή παχυσαρκία. Η σχετιζόμενη με την παχυσαρκία υπογονιμότητα υπάρχει επίσης και σε παχύσαρκες γυναίκες χωρίς αντίσταση στην ινσουλίνη και διαταραχές της ωορρηξίας. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η παχυσαρκία επιδρά στη γονιμότητα και σε άλλα επίπεδα: Αυτά μπορεί να είναι η έκκριση των γοναδοτροφινών από την υπόφυση, η ωρίμανση και η ποιότητα των ωαρίων, όπως και η δεκτικότητα του ενδομητρίου που μπορεί να επηρεάζεται αρνητικά από τη διαταραγμένη ορμονική έκκριση και τους παράγοντες φλεγμονής.

Η θεραπεία της παχυσαρκίας είναι δύσκολο έργο και οι επιλογές είναι η δίαιτα, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η τακτική άσκηση, ή ακόμη και η βαριατρική χειρουργική σε ακραίες περιπτώσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι η μείωση του σωματικού βάρους βελτιώνει σημαντικά τις πιθανότητες σύλληψης και τα ποσοστά επιτυχίας στην IVF. Όλες οι παχύσαρκες ασθενείς με υπογονιμότητα πρέπει να ενθαρρύνονται σε μία ταχεία απώλεια βάρους πριν ξεκινήσουν τη θεραπεία, ειδικά εκείνες με BMI πάνω από 35. Ακόμη και η μείωση του βάρους κατά 5-10% έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των πιθανοτήτων σύλληψης και τη μείωση των επιπλοκών στην εγκυμοσύνη. 

Φώτιος Γκουτζιούλης

MD, PhD

Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Αναπ. Επιστημονικά Υπεύθυνος FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Ζητήστε πληροφορίες