Η γονιμότητα στις γυναίκες άνω των 40
Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία επίτευξης κλινικής κύησης μετά από ένα έτος, ή και περισσότερο, τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφυλάξεις. Το 2015 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την περιέγραψε ως ασθένεια.
Για τα αίτιά της είναι υπεύθυνες τόσο οι γυναίκες (30%) όσο και οι άντρες (30%), ενώ άλλοτε είναι μικτά (άνδρες – γυναίκες περίπου 20%) και άλλοτε ανεξήγητα, δηλαδή δεν έχει εντοπιστεί συγκεκριμένη αιτία σχεδόν στο 20% των περιπτώσεων.
Η ηλικία έχει πλέον αποδειχθεί ως ο πρωταρχικός προγνωστικός παράγοντας για την επιτυχία των θεραπειών υπογονιμότητας στις γυναίκες.
Μόλις η γυναίκα φτάσει τα 40, οι πιθανότητες να μείνει έγκυος φυσιολογικά μειώνονται, και ανέρχονται μόλις στο 5% ανά κύκλο.
Στις γυναίκες ηλικίας 40 έως 44 ετών, το ποσοστό υπογονιμότητας αγγίζει σχεδόν το 30 % σε σχέση με ποσοστό μόλις 15 % στις γυναίκες 30 έως 34 ετών και 7 % στις γυναίκες ηλικίας 20 έως 25 ετών.
Όταν γεννιέται μια γυναίκα, οι ωοθήκες της περιέχουν συγκεκριμένο αριθμό ωοκυττάρων, τα οποία θα είναι διαθέσιμα κατά την αναπαραγωγική της ηλικία.
Η υπογονιμότητα που σχετίζεται με την ηλικία οφείλεται ουσιαστικά στη μείωση του αριθμού των ωοκυττάρων που απομένουν διαθέσιμα στις ωοθήκες. Καθώς τα αποθέματα ωαρίων μειώνονται, φθίνει και η ποιότητά τους, εξαιτίας γενετικών ανωμαλιών που οδηγούν σε μη φυσιολογικά έμβρυα, τα οποία δεν μπορούν να εμφυτευτούν και να ακολουθήσουν μία υγιή πορεία κατά την κύηση.
Επιπλέον, δεν είναι απλώς δύσκολο να επιτευχθεί κύηση σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, αλλά και ο κίνδυνος αποβολής ή γέννησης παιδιού με χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι μεγαλύτερος. Στην ηλικία των 20 – 25 ετών, ο κίνδυνος αποβολής για μία γυναίκα είναι 10 %, στα 30 – 35 έτη ο κίνδυνος είναι 12 %, στα 40 – 44 είναι 35%, και μετά την ηλικία των 45 ετών ο κίνδυνος αποβολής είναι σχεδόν 55% σύμφωνα με την ASRM (Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής).
Ο αριθμός των γυναικών που είναι μεγαλύτερες των 40 ετών και έχουν δυσκολία να συλλάβουν φυσιολογικά, οπότε λαμβάνουν θεραπεία για την υπογονιμότητα, έχει υπερδεκαπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια.
Πριν τη θεραπεία θα πρέπει να γίνονται ενδελεχείς εξετάσεις από ειδικό. Το προσωπικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό είναι σημαντικό για την ανίχνευση τυχόν ατομικών ή οικογενειακών παθήσεων που μπορεί να σχετίζονται με την υπογονιμότητα. Ένας κολπικός υπέρηχος είναι επίσης σημαντικός για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ανατομικών παθολογιών, όπως ινομυώματα, πολύποδες, κύστεις των ωοθηκών κ.λπ. Επιπλέον, θα πρέπει να διερευνάται το ορμονολογικό προφίλ για την αξιολόγηση των FSH, LH και οιστραδιόλης, καθώς και της λειτουργίας του θυρεοειδούς. Η Αντιμυλλέριος Ορμόνη (AMH) σε συνδυασμό με τον υπερηχογραφικό έλεγχο μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για τα αποθέματα των ωοθηκών.
Καθώς οι τύποι θεραπειών που έχουμε στη διάθεση μας είναι πολλοί και διάφοροι, θα πρέπει να γίνεται εξατομίκευση της θεραπείας σύμφωνα με το ιστορικό της κάθε γυναίκας και τα αίτια της υπογονιμότητας.
Η ενδομήτρια σπερματέγχυση είναι μία σχετικά ανώδυνη και μη επεμβατική διαδικασία, η οποία μπορεί να γίνει είτε με φυσικό κύκλο είτε με ορμονική διέγερση ωοθηκών.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο κοινή και αποτελεσματική θεραπεία για αυτή την ηλικιακή ομάδα. Υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Κατά τη διαδικασία του φυσικού κύκλου, λαμβάνεται ένα μοναδικό ωάριο με αναρρόφηση από το ωοθυλάκιο, είτε με τοπικό αναισθητικό είτε με μέθη, γονιμοποιείται στο εργαστήριο και μεταφέρεται στην ενδομητρική κοιλότητα, συνήθως 3 με 5 ημέρες αργότερα. Τα έμβρυα που φτάνουν στην 5η ημέρα (βλαστοκύστη) έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφύτευσης.
Η ορμονική διέγερση ωοθηκών είναι πιο αποτελεσματική, καθώς λαμβάνεται μεγαλύτερος αριθμός ωοκυττάρων/ εμβρύων. Τα πιο κοινά πρωτόκολλα είναι το μακρύ και το βραχύ με ανταγωνιστή και με μέσο όρο 9-10 ημέρες διέγερσης. Η εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης αυξάνει και πάλι τις πιθανότητες επιτυχίας.
Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση για ανευπλοειδίες (PGS) χρησιμοποιείται για την ανίχνευση χρωμοσωμικά ευπλοεϊδών εμβρύων. Εκτελείται βιοψία στα έμβρυα, συνήθως όταν βρίσκονται στο στάδιο της βλαστοκύστης, ώστε να χρησιμοποιηθούν μόνο τα ευπλοειδή (χρωμοσωμικά υγιή) έμβρυα. Η συγκεκριμένη μέθοδος αυξάνει το ποσοστό της επιτυχίας στις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας.
Η δωρεά ωοκυττάρων είναι μία πολύ αποτελεσματική μέθοδος σε γυναίκες με χαμηλή ποιότητα ωοκυττάρων, δυσλειτουργικές ωοθήκες ή κατ’επανάληψη αποτυχημένες εμφυτεύσεις.
Καθώς η γονιμότητα μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας, η συντήρηση ωοκυττάρων ή ωοθυλακικού ιστού προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο είναι μία αποτελεσματική μέθοδος για τις γυναίκες μεταξύ 30-35 ετών που δεν σκέφτονται την εγκυμοσύνη για ιατρικούς ή κοινωνικούς λόγους.