/

3' διάρκεια/

Πριν/

Από Αριστείδης Καϊναντίδης

Υστεροσκόπηση πριν τη θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης

 

Για την επιτυχή έκβαση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, είναι απαραίτητη μία σειρά από εξετάσεις, προκειμένου να διαγνωστούν και να αντιμετωπιστούν εγκαίρως,  τυχόν προβλήματα στη μήτρα που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση.

Την τελευταία δεκαετία συγκεκριμένες σύγχρονες ενδοσκοπικές μέθοδοι, έχουν κερδίσει όλο και περισσότερο την αποδοχή, ως οι πλέον αξιόπιστες διαγνωστικές τεχνικές για την αξιολόγηση της υπογονιμότητας.

Με την υστεροσκόπηση μπορούμε να διερευνήσουμε τον ενδοτράχηλο, την ενδομήτρια κοιλότητα και τα σαλπιγγικά στόμια.

Η διαδικασία της, ως άνω μεθόδου, είναι απλή και ελάχιστα επώδυνη για την γυναίκα. Πραγματοποιείται δε, μετά το πέρας της εμμήνου ρύσεως την 6η – 10η ημέρα του εμμηνορρυσιακού κύκλου. Χορηγείται, μόνο αν χρειαστεί,  ήπια αναλγησία (η γυναίκα δύναται να παρακολουθεί την επέμβαση στην οθόνη). Το υστεροσκόπιο (ένας επιμήκης λεπτός σωλήνας διαμέτρου συνήθως 2,8mm) προωθείται στον τράχηλο της μήτρας χωρίς τη χρήση οποιουδήποτε άλλου εργαλείου και χωρίς την πραγματοποίηση διαστολής τραχήλου. Η μήτρα, ταυτόχρονα, γεμίζει με υγρό για τη δημιουργία οπτικού πεδίου, και έτσι είναι δυνατή η επισκόπηση του τραχηλικού αυλού της ενδομήτριας κοιλότητας και των σαλπιγγικών στομίων σε πραγματικό χρόνο σε οθόνη.

Tο κύριο πλεονέκτημα της υστεροσκόπησης είναι η δυνατότητα επισκόπησης της ενδομητρικής κοιλότητας και η εντόπιση παθολογικών καταστάσεων, όπως πολύποδες, συμφύσεις, ινομυώματα, διαφράγματα, αλλοιώσεις του ενδομητρίου κ.ά, σε ποσοστό   μάλιστα που υπερέχει της εναλλακτικής μεθόδου διερεύνησης της κοιλότητας, δηλαδή της υστεροσαλπιγγογραφίας/υπερηχογραφίας. Οι παθολογίες που αναφέρθηκαν,  είναι οι συχνότερες που απαντώνται σε γυναίκες που υποβάλλονται σε  θεραπεία  εξωσωματικής  γονιμοποίησης.

Θα πρέπει να τονίσουμε ένα άλλο βασικό πλεονέκτημα της υστεροσκόπησης. Παρέχει τη δυνατότητα, ταυτόχρονα, της διάγνωσης  και  της θεραπευτικής αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων. Δηλαδή, μπορούμε την ίδια στιγμή που θα διαγνώσουμε το πρόβλημα να προχωρήσουμε στη χειρουργική θεραπεία υστεροσκοπικά με τη χρήση προηγμένων μικροεργαλείων, που διέρχονται δια του υστεροσκοπίου.

Οι παθολογικές, αυτές, καταστάσεις ευθύνονται συχνά για το αρνητικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς και για τις συχνές αποβολές του κυήματος, οι οποίες επιπροσθέτως, επιβαρύνουν και ψυχολογικά το ζευγάρι. Ως εκ τούτου η διάγνωση και θεραπεία είναι ιδιαιτέρως σημαντικές.

Το όφελος της  υστεροσκόπησης, όμως μπορεί να επεκταθεί και πέρα από τη θεραπεία  της παθολογίας της μήτρας. Μπορεί  να συμβάλλει θετικά στη διαδικασία της εμβρυομεταφοράς -ακριβέστερη τοποθέτηση του/των εμβρύων-  καθώς, επίσης, και στη βελτίωση της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου με την μέθοδο εκδοράς  -λόγω δευτερογενούς  διέγερσης- (endometrial scratching). Και στις  δύο αυτές  περιπτώσεις  έχει παρατηρηθεί πως βελτιώνονται  σημαντικά τα  αποτελέσματα  της εξωσωματικής γονιμοποίησης ακόμη  και σε γυναίκες  χωρίς παθολογικά ευρήματα.

Οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εμφύτευσης (recurrent implantation failure – RIF) αποτελούν, ίσως,  τη μεγαλύτερη πρόκληση στην εξωσωματική γονιμοποίηση, όταν δεν συντρέχουν άλλοι παράγοντες.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες η εκδορά του ενδομήτριου κατά την εκτέλεση της υστεροσκόπησης βελτιώνει τα ποσοστά επιτυχημένων εμφυτεύσεων και εγκυμοσύνης σε γυναίκες με επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εμφύτευσης.(RIF)  Είναι προφανές ότι ο ρόλος της υστεροσκόπησης, διαγνωστικής ή επεμβατικής, είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση της υπογονομότητας!

Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE)  συνιστά την υστεροσκόπηση  για την επιβεβαίωση και θεραπεία ενδομήτριου με παθολογία αλλά όχι, ως εξέταση ρουτίνας.

Συμπερασματικά, η υστεροσκόπηση είναι μία απλή και ασφαλής μέθοδος,  που προσφέρει τη δυνατότητα διάγνωσης με άμεση επισκόπηση, αλλά ταυτόχρονα και θεραπείας, συμβάλλει δε στην αύξηση των θετικών αποτελεσμάτων εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς και στη μείωση των αποβολών.

Αριστείδης Καϊναντίδης

MD, PhD

Μαιευτήρας – Γυναικολόγος Επιστημονικός Συνεργάτης, FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Ζητήστε πληροφορίες

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *