/

2' διάρκεια/

Πριν/

Από Φώτιος Γκουτζιούλης

Επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην γονιμότητα και στην κύηση

Η παχυσαρκία είναι ένα συχνό πρόβλημα των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας. Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), δείκτης μάζας σώματος  25 και πάνω (BMI = βάρος σε κιλά διαιρούμενο με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) χαρακτηρίζει ένα άτομο ως υπέρβαρο. ΒΜΙ 30 και πάνω ορίζει την παχυσαρκία, 35-40 αντιστοιχεί σε σοβαρού βαθμού παχυσαρκία, ενώ πάνω από 40 είναι ακραία μορφή. Ο ΠΟΥ αναφέρει ότι στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ μέχρι 60% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας είναι τουλάχιστον υπέρβαρες, 20% είναι παχύσαρκες και 6% μπορεί να έχουν σοβαρού βαθμού παχυσαρκία. 

Η υπογονιμότητα ορίζεται ως αποτυχία αυτόματης σύλληψης μετά από 12 μήνες επαφών χωρίς προφυλάξεις και είναι σήμερα ένα πρόβλημα με αυξανόμενη επίπτωση, καθώς μπορεί να επηρεάζει 1 στα 8 ζευγάρια. Γνωστές αιτίες είναι διαταραχές του σπέρματος, διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, προχωρημένη ηλικία της γυναίκας, ανατομκά προβλήματα όπως απόφραξη των σαλπίγγων και ενδομητρίωση, ενώ στο 10% των περιπτώσεων η υπογονιμότητα παραμένει ανεξήγητη. 

Υπάρχουν πολλές επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία:

  • Αντίσταση στην ινσουλίνη και διαβήτης
  • Υπερλιπιδαιμία και καρδιαγγειακή νόσος
  • Άπνοια του ύπνου και αναπνευστικά προβλήματα
  • Οστεοαρθρίτιδα

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η παχυσαρκία έχει επίσης αρνητική επίδραση στη γονιμότητα και στα δύο φύλα, και η επίδραση αυτή είναι πιο έντονη όσο υψηλότερο είναι το ΒΜΙ. Η παχυσαρκία έχει επίσης αρνητικές επιδράσεις στην πορεία και την έκβαση της εγκυμοσύνης.

Είναι γνωστό για δεκαετίες ότι οι παχύσαρκες γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες και υψηλότερα επίπεδα ανδρογόνων έχουν ακανόνιστες περιόδους και δυσκολίες στη σύλληψη λόγω έλλειψης ωορρηξίας.

Πολλές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι η παχυσαρκία συνδέεται με καθυστέρηση στη φυσική σύλληψη, μεγαλύτερη όσο υψηλότερο είναι το BMI.

Έχει επίσης τεκμηριωθεί ότι η αποτελεσματικότητα των θεραπειών γονιμότητας μειώνεται με τη βαρύτητα της παχυσαρκίας. Οι γυναίκες με αυξημένο δείκτη μάζας σώματος δεν απαντούν καλά στην πρόκληση ωορρηξίας με κιτρική κλομιφένη και χρειάζονται επίσης μεγαλύτερες δόσεις ενέσεων γοναδοτροφινών για τη διέγερση των ωοθηκών στην εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Πολλές μελέτες έχουν επίσης αποδείξει ότι τα ποσοστά επιτυχίας της IVF είναι χαμηλότερα, όσο υψηλότερο είναι το ΒΜΙ. 

Η παχυσαρκία επηρεάζει αρνητικά  την πορεία της εγκυμοσύνης, μετά από φυσική ή υποβοηθούμενη σύλληψη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η σοβαρού βαθμού παχυσαρκία συνδέεται με πρώιμες και επαναλαμβανόμενες αποβολές, με ασαφή μέχρι τώρα αιτιολογία. Οι παχύσαρκες έγκυες έχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη της κύησης, υπέρταση και προεκλαμψία. Οι καταστάσεις αυτές μπορούν να καταλήξουν σε περισσότερους πρόωρους τοκετούς, περισσότερες καισαρικές τομές και περισσότερες επιπλοκές και κινδύνους για τη μητέρα και το νεογνό. 

Φαίνεται ότι η παχυσαρκία είναι σοβαρή μεταβολική διαταραχή που επηρεάζει πολλά συστήματα του οργανισμού. Ο περίσσιος λιπώδης ιστός δρα ως ενδοκρινές όργανο που παράγει πολλές ορμονικές ουσίες όπως λεπτίνη, αδιπονεκτίνη, ρεσιστίνη, κυτοκίνες, που επηρεάζουν το μεταβολισμό, διάφορες νευροενδοκρινικές λειτουργίες, ενώ επίσης προάγουν και διατηρούν μια κατάσταση χρόνιας φλεγμονής. 

Ο πιο γνωστός μηχανισμός είναι ότι η παχυσαρκία προάγει την αντίσταση στην ινσουλίνη, αυξάνει τα επίπεδα της ινσουλίνης και των ανδρογόνων και προκαλεί διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, ειδικά σε γυναίκες με σημαντική κοιλιακή παχυσαρκία. Η σχετιζόμενη με την παχυσαρκία υπογονιμότητα υπάρχει επίσης και σε παχύσαρκες γυναίκες χωρίς αντίσταση στην ινσουλίνη και διαταραχές της ωορρηξίας. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η παχυσαρκία επιδρά στη γονιμότητα και σε άλλα επίπεδα: Αυτά μπορεί να είναι η έκκριση των γοναδοτροφινών από την υπόφυση, η ωρίμανση και η ποιότητα των ωαρίων, όπως και η δεκτικότητα του ενδομητρίου που μπορεί να επηρεάζεται αρνητικά από τη διαταραγμένη ορμονική έκκριση και τους παράγοντες φλεγμονής.

Η θεραπεία της παχυσαρκίας είναι δύσκολο έργο και οι επιλογές είναι η δίαιτα, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, η τακτική άσκηση, ή ακόμη και η βαριατρική χειρουργική σε ακραίες περιπτώσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι η μείωση του σωματικού βάρους βελτιώνει σημαντικά τις πιθανότητες σύλληψης και τα ποσοστά επιτυχίας στην IVF. Όλες οι παχύσαρκες ασθενείς με υπογονιμότητα πρέπει να ενθαρρύνονται σε μία ταχεία απώλεια βάρους πριν ξεκινήσουν τη θεραπεία, ειδικά εκείνες με BMI πάνω από 35. Ακόμη και η μείωση του βάρους κατά 5-10% έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των πιθανοτήτων σύλληψης και τη μείωση των επιπλοκών στην εγκυμοσύνη. 

Φώτιος Γκουτζιούλης

MD, PhD

Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Αναπ. Επιστημονικά Υπεύθυνος FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Ζητήστε πληροφορίες

/

2' διάρκεια/

Πριν/

Από Ασημίνα Ταβανιώτου

Πότε μία γυναίκα είναι περισσότερο γόνιμη;

Η γυναικεία γονιμότητα είναι συνδυασμός πολλών και διαφορετικών παραμέτρων.  Η γυναίκα δεν μπορεί να συλλάβει  σε  όλη την διάρκεια του καταμήνιου  κύκλου της.  Η γυναίκες επίσης δεν είναι τα ίδιο γόνιμες κατά την διάρκεια  της  αναπαραγωγικής ζωής τους.  Επίσης γυναίκες  της ίδιας ηλικίας ,  έχουν διαφορετική γονιμότητα ανάλογα με τον τρόπο της ζωής τους και την γενικότερη κατάσταση της υγείας τους.

Η γονιμοποίηση του ωαρίου μπορεί να γίνει μόνο σε ένα πολύ σύντομο «παράθυρο γονιμότητας» κατά την διάρκεια του καταμήνιου κύκλου της γυναίκας. Τα ωάριο απελευθερώνεται από το ωοθυλάκιο, και μπορεί να γονιμοποιηθεί από το σπέρμα στην σάλπιγγα  για εικοσιτέσσερις ώρες. Το σπέρμα από τη  άλλη πλευρά μπορεί να γονιμοποιήσει το ωάριο για περίπου τρεις ημέρες . Έτσι, η πραγματοποίηση τακτικών επαφών πριν την ωορρηξία και κατά την διάρκεια της ωορρηξίας είναι ο κατάλληλος χρόνος για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης.

Οι γυναίκες γεννιούνται με πεπερασμένο αριθμό ωαρίων. Κάθε μηνά πέρα από το ωάριο που απελευθερώνεται με την ωορρηξία,  ένας μεγάλος αριθμός ωαρίων καταστρέφεται  με την διαδικασία της ατρησίας. Σαν αποτέλεσμα, τα ωάρια εξαντλούνται και κάποια στιγμή στην ζωή της γυναίκας γύρω στην ηλικία των 50 ετών,  έρχεται η εμμηνόπαυση.  Τα ωάρια καλύτερης ποιότητας χρησιμοποιούνται στην αρχή της αναπαραγωγικής ζωής , δηλαδή σε νεαρότερη ηλικία. Έτσι  με την πάροδο της ηλικίας ελαττώνεται ο αριθμός των  ωαρίων, επιδεινώνεται η ποιότητα τους, οι  πιθανότητες μια γυναίκα να μείνει έγκυος λιγοστεύουν και οι πιθανότητες μια εγκυμοσύνη να οδηγηθεί σε αποβολή αυξάνουν. Και αυτό  γιατί το ποσοστό ωαρίων με χρωματοσωμιακές ανωμαλίες είναι αυξημένο στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.

Η ηλικία της γυναίκας φαίνεται λοιπόν πως είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την γυναικεία γονιμότητα και οι πιθανότητες να επιτευχθεί μια εγκυμοσύνη ελαττώνονται με την ηλικία, αν και υπάρχει  διαφοροποίηση από  γυναίκα σε γυναίκα. Σαν γενικός κανόνας πριν  τα 35 έτη είναι πιο αυξημένες οι πιθανότητες εγκυμοσύνης.  Νεαρότερες γυναίκες πριν τα 30 έτη έχουν  ακόμη μεγαλύτερες πιθανότητες. Μια γυναίκα 20 ετών έχει περίπου 20 τοις εκατό να επιτύχει εγκυμοσύνη κάθε μήνα  με φυσιολογική σύλληψη ενώ αυτό το ποσοστό πέφτει στο 40 τοις εκατό στα 40  έτη.  Ακόμα και στις μεθόδους της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής οι νεαρότερες γυναίκες εμφανίζουν σημαντικά  υψηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης.

Παρόλα αυτά, σε όλες τις ηλικίες υπάρχουν τρόποι να βελτιωθεί η γονιμότητα μιας γυναίκας . Ο τρόπος ζωής και η γενικότερη υγεία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο.  Η αποφυγή του καπνίσματος είναι εξαιρετικά σημαντική. Το κάπνισμα επιδρά αρνητικά στα ωάρια και δημιουργεί επιπλοκές σε πιθανή εγκυμοσύνη. Ο περιορισμός της λήψης αλκοόλ και καφεΐνης βοηθά ενώ η μέτρια και λελογισμένη  κατανάλωσή τους  δεν επιδρά αρνητικά. Η διατήρηση σωστού Δείκτη Μάζας Σώματος, με αποφυγή της παχυσαρκίας και μια ισορροπημένη διατροφή όπως για παράδειγμα η μεσογειακή φαίνεται πως βοηθούν . Ειδικά  η παχυσαρκία φαίνεται πως επιδρά εξαιρετικά αρνητικά και στην σύλληψη και στην ωοθυλακιορρηξία  και δημιουργεί σειρά επιπλοκών στην εγκυμοσύνη. Η καλή ρύθμιση της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα  επιδρά θετικά  στην γονιμότητα. Ενώ τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται και ρόλος της  βιταμίνης  D στην αναπαραγωγή,  με την έλλειψή της να έχει αρνητική επίδραση  στην σύλληψη και την ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης.

Ασημίνα Ταβανιώτου

MD, MSc, PhD

Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, , Επιστημονικός Συνεργάτης, FIVI Μονάδα Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Ζητήστε πληροφορίες